δυσοδία
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ἡ,
A badness of roads, App.Syr.21: pl., in concrete sense, Ptol.Tetr.197: metaph., difficulty, -ίαν παρέχειν τῷ λόγῳ Plu.2.448a, cf. Ph.2.67; δυσοδία ἐντροχάζειν δοκεῖ Demetr.Lac.1012.50 F.; δ. σκυβάλων Sor. 2.20.
German (Pape)
[Seite 685] ἡ, schlechter Weg; Sp. übertr.; δυσοδίαν τῷ λόγῳ παρέχειν, Schwierigkeiten verursachen, Plut. virt. mor. p. 410.