κλεῖθρον

Revision as of 19:48, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

English (LSJ)

Ion. κλήϊθρον, Att. κλῇθρον, Dor. κλᾷθρον (v.infr.), τό, κλείω A)

   A bar for closing a door, in pl., κλῄθρων λυθέντων A.Th.396; διοίγειν κλῇθρα S.OT1287, cf. 1294; κλῇθρα πύλης, δόμων, Id.Ant.1186, E.HF1029 (lyr.); κλῇθρα χαλάσθω Ar.V.1484; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Id.Lys.264; διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα X.An.7.1.17; σιδηρᾶ κ. Pl.Ax.371b; sg., ἀμφιδέαι . . ἀπὸ κλείθρου IG22.1627.319.    2 boom of a harbour, τοῦ λιμένος τὸ κ. Aen.Tact.11.3: usu. in pl., τὰ στόματα τῶν λιμένων φράττειν τοῖς κ. Ph.Bel.94.42, cf. D.S.18.64; τὰ κ. τοῦ Πειραιέως Ath.12.535d.    3 ἐπὶ θάμνοις καὶ κλείθροις fences, railings, Gal.12.296.    II = κλειθρία, μεγάροιο διὰ κλήϊθρον ἔδυνεν h.Merc.146.    2 metaph., οἱ τὰ κ. ἔχοντες (sc. τῆς Πελοποννήσου), of the Corinthians, Str.8.6.20, cf. 9.4.15.    3 entrance of the windpipe, Hp.Morb.2.28.    4 as place-name, ἐν τοῖς Κλᾴθροις in the Narrows, Mnemos.42.332 (Argos).

German (Pape)

[Seite 1447] τό, ion. u. ep. κλήϊθρον, H. h. Merc. 146 u. Hippocr., Schloß, Riegel zum Verschließen (κλείω) der Thür; διακόψαντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα Xen. An. 7, 1, 17; σιδηροῖς κλείθροις Plat. Ax. 371 b; στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε πύλαι Bass. 10 (VII, 391); steht auch noch bei Wellauer Aesch. Spt. 378, κλείθρων λυθέντων; sonst altatt. κλῇθρον, gew. im plur.; βοᾷ διοίγειν κλῇθρα Soph. O. R. 1287, vgl. 1294; κλῇθρ' ἀνασπαστοῦ πύλης Ant. 1171; κλῇθρα πυλωμάτων, δόμων, Eur. Hipp. 808 Herc. f. 1029; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Ar. Lys. 264.