ἀποκεκαλυμμένως
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
English (LSJ)
Adv.
A openly, Isoc.8.62, D.H.Rh.8.3, Lib.Or. 1.37, al.
German (Pape)
[Seite 306] unverhohlen, Isocr. 8, 62.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεκᾰλυμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., φανερῶς, Ἰσοκρ. 171Ε, Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 8. 3.