κεναγγής
From LSJ
ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
English (LSJ)
ές, (κενός, ἄγγος)
A emptying the vessels of the body: hence, breeding famine, ἄπλοια A.Ag.188 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1416] ές, die Gefäße, den Magen leerend, aushungernd, ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ Aesch. Ag. 181.
Greek (Liddell-Scott)
κεναγγής: -ές, (κενός, ἄγγος), ὁ κενῶν τὰ ἀγγεῖα σώματος, τὴν ἐν αὐτοῖς περιεχομένην τροφήν· ἐντεῦθεν ὁ παρασκευάζων λιμόν, ἄπλοια Αἰσχύλ. Ἀγ. 188.