Ἰνδικός

From LSJ
Revision as of 09:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰνδικός Medium diacritics: Ἰνδικός Low diacritics: Ινδικός Capitals: ΙΝΔΙΚΟΣ
Transliteration A: Indikós Transliteration B: Indikos Transliteration C: Indikos Beta Code: *)indiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Indian:

   A ἡ Ἰ. χώρη Hdt.3.98: Sup. -ώτατος Philostr. VA1.10:—fem. Ἰνδίς, ίδος, f.l. in Nonn.D.17.377.    II Ἰνδικὸν φάρμακον a kind of pepper, Hp.Mul.1.81; but, indigo (cf. infr. 2), PHolm.11.2; also called ἰ. μέλαν ib.9.8.    2 the plant indigo, Indigofera tinctoria, Dsc.5.92.    3 name of an eye-salve, Gal.12.780, al.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰνδικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς Ἰνδούς· ἡ Ἰνδικὴ χώρα Ἡρόδ. 3. 98· ὡσαύτως θηλ. Ἰνδίς, ίδος, Νόνν. Δ. 17. 377. ΙΙ. Ἰνδικὸν φάρμακον, εἶδος πεπέρεως, Ἱππ. 630. 38, πρβλ. 573. 53. 2) ὡς οὐσ. τὸ ἰνδικόν, ὕλη βαφικὴ κυανόχρους, κοινῶς «λουλάκι», Διοσκ. 5. 101. -Ὑπερθετ. Ἰνδικώτατος, λίθους.. τῶν Ἰνδικωτάτων καὶ θαυμασίων Φιλόστρ. 11 (σ. 9 ἔκδ. Cayser).