διηρθρωμένος
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek (Liddell-Scott)
διηρθρωμένος: ἐπιρρ. τοῦ διαρθρόω, Θεολογ. Ἀριθμ. 49, Γαλην. 13 673Β.