ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.
σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.