ἐμπεριεκτικός
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
English (LSJ)
ή, όν,
A comprehending, inclusive, c.gen., A.D.Pron.4.7, al.: abs., Id.Synt.231.3.
German (Pape)
[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltend, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριέχων, μετὰ γεν., εἰσὶ δὲ ἔνιοι καὶ τῆς αἰτίας ἐμπεριεκτικοὶ ὅροι Κλήμ. Ἀλ. Στρώμ. 8, σ. 330, 31.