ἀμπελοεργός
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀμπελουργός, AP 6.56 (Maced.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοεργός: ὁ, = ἀμπελουργός, Ἀνθ. Π. 6. 56.