καρταίπους
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A = κραταίπους (q. v.), Pi.O. 13.81: neut. pl., καρταίποδα, τά, larger cattle, beasts, Leg.Gort.4.36, al.: sg., καρταῖπος, τό, GDI4998i 17 (Gortyn), al.
German (Pape)
[Seite 1330] ποδος, = κραταίπους, so nennt Pind. Ol. 13, 81 den Stier.
Greek (Liddell-Scott)
καρταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. ποδος, = κραταίπους (ὃ ἴδε), Πίνδ. Ο. 13. 81.