εὐανάλωτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, dub.l. in Antyll. ap. Orib.10.2.2 (εὐανάδοτος Daremb.).
German (Pape)
[Seite 1056] leicht zu verwenden, zu verbrauchen, Arist. plant. 1 A.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾰνάλωτος: -ον, εὐκόλως ἀναλισκόμενος, ἔρευναι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 4.