βαρυχείμων
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον, gen. ωνος,
A with heavy storms, Theognost.Can. 460.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠχείμων: ον,ωνος,ὁ βαρὺν ἔχων χειμῶνα , βαρείας θυέλλας, Θεόγνωστ. Καν. 460.