τρυγίας
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ου, ὁ,
A full of lees or sediment, οἶνος Orac. ap. Plu.2.295e, Orib.Fr.76. II Subst., = τρύξ 11, LXXPs.74(75).9, Hdn. Epim.137. 2 = τρύξ 1, new wine, BGU417.9 (ii/iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγίας: -ου, ὁ, (τρὺξ) πλήρης τρυγὸς ἢ καθιζήματος, οἶνος Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 2. 295Ε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = τρὺξ ΙΙ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8), πρβλ. Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 137.