ἀνταγωνιστής
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A opponent, competitor, rival, Dialex.2.7, X.Cyr.1.6.8, 3.3.36, Alex.272; τινί τινος X.Hier. 4.6, etc.; ἀ. ἔρωτος a rival in love, E.Tr.1006, cf. Pl.R.554e, al.; χαλεποὶ ἀ. τοῖς βαρβάροις Isoc.4.75; ἀ. τῆς παιδείας opponents of their system of education, Arist.Pol.1338b37; ἀ. ἔχειν τινὰ ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.2.45.5.
German (Pape)
[Seite 243] , ὁ, Nebenbuhler, ἐν τῷ σταδίῳ Alex. Ath. II, 49 e; Xen. Cyr. 3, 3, 36; τινὶ πλούτου, im Reichthum, Hier. 4, 6; Feind, im Kriege, Cyr. 1, 6, 8; vor Gericht, Isocr. 4, 75; Pol. 2, 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀντίπαλος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8., 3. 3, 36, Ἄλεξ. ἐν Αδήλ. 2· τινί τινος Ξεν. Ἱέρ. 4. 6. κτλ.· ἀντ. ἔρωτος, ἀντίπαλος ἐν τῷ ἔρωτι, ἀντεραστής, Εὐρ. Τρῳ. 1006, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 554Ε, καὶ ἀλλαχοῦ· ἀνταγωνισταὶ τῆς παιδείας, οἱ ἐναντίοι εἰς τὸ σύστημά τινος περὶ παιδεύσεως, Ἀριστ. Πολ. 8. 4,7· ἀνταγωνιστὴν ἔχειν τινὰ ταῖς ἐπιβολαῖς Πολύβ. 2. 45, 5.