οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
κοκκονάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόκκος, στρόβιλος πίτυος, κοιν. «κουκουνάρι» Ἱεροφ. ἐν Notic. Mss τ. 11. σ. 193.