κηκὶς

From LSJ
Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek (Liddell-Scott)

κηκὶς: ῑ, ῖδος, ἡ, ὑγρασία τις λιπαρὰ ἐξερχομένη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν παντοίων σωμάτων ἰδίως ὅταν καίωνται, π.χ. ἐπὶ καιομένων ξύλων, κηκὶς πισσήρης φλογὸς Αἰσχύλ. Χο. 268· κ. φόνου, ἡ τοῦ αἵματος κηλίς, αὐτόθι 1012· μυδῶσα κ., ἐπὶ τῶν λιπαρῶν ὑγρῶν ἅπερ τῇ δυνάμει τοῦ πυρὸς ἐκρέουσιν ἐκ τοῦ καιομένου θύματος, Σοφ. Ἀντ. 1008. ΙΙ. κηκῖδι, εἶδος μικροῦ ὄγκου (σχηματιζομένου διὰ τοῦ χυμοῦ τῆς δρυὸς ἐκρέοντος ἐξ ὀπῶν σχηματιζομένων ὑπὸ ἐντόμων), ἡ ἐξ αὐτοῦ παραγομένη βαφὴ χρησιμεύει πρὸς κατασκευὴν γραφικοῦ μέλανος, Δημ. 816. 20., 827. 3· χρησιμεύει πρὸς κατασκευὴν γραφικοῦ μέλανος, Εὐστ. 955. 64, πρβλ. κηκίδιον· ― ὡσαύτως, ὁ χυλὸς τῆς πορφύρας ὅστις ἐχρησίμευε πρὸς βαφήν, κηκὶς πορφύρας Αἰσχύλ. Ἀγ. 959.