περιφρονητικός
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ή, όν,
A contemptuous, c. gen., Eun.Hist.p.233 D.
Greek (Liddell-Scott)
περιφρονητικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ περιφρονῇ, περιφρονητικοὺς τῶν ὁρωμένων Εὐνάπ. 46, 21, Εὐστ. Πονημάτ. 319, 1. ― Ἐπίρρ., περιφρονητικῶς Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 305, 1.