μωρόκακος
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
ον, = foreg., Ptol.Tetr.167.
German (Pape)
[Seite 226] = Vorigem, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
μωρόκακος: -ον, ὁ μωρὸς ἅμα καὶ κακός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 223.