ὑβρίς
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a night bird of prey, perh.
A the great eagle owl, Strix bubo, Arist.HA615b10.
German (Pape)
[Seite 1169] ίδος, ἡ, ein nächtlicher Raubvogel, Arist. H. A. 9, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβρίς: -ίδος, ἡ, νυκτερινὸν σαρκοβόρον πτηνόν, ἴσως ὁ ὦτος, κοινῶς «μποῦφος», Strix bubo, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5.