προσογκέω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
A gain in bulk, Arist.Pr.964b4.
German (Pape)
[Seite 773] an Umfang oder Gewicht zunehmen, Arist. probl. 34, 11.
Greek (Liddell-Scott)
προσογκέω: αὐξάνομαι κατὰ τὸν ὄγκον ἢ τὸ βάρος, Ἀριστ. Προβλ. 34. 11.