κατάστρωσις

From LSJ
Revision as of 09:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστρωσις Medium diacritics: κατάστρωσις Low diacritics: κατάστρωσις Capitals: ΚΑΤΑΣΤΡΩΣΙΣ
Transliteration A: katástrōsis Transliteration B: katastrōsis Transliteration C: katastrosis Beta Code: kata/strwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A spreading, laying, τρικλίνου Aristeas 319.

German (Pape)

[Seite 1383] ἡ, das Hinbreiten, darüber Werfen, Sp., auch Decke.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστρωσις: -εως, ἡ, ἡ στρῶσις ταπήτων, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 223· τρικλίνου πᾶσαν κ. = διακόσμησιν Ἀριστέας σ. 132· καὶ μεταφορ., ἐν τοῖς στρωματεῦσι τῆς θείας γραφῆς κ. πεποίηται (Κλήμ. Ἀλ.), δηλ. χωρία ἐκ τῆς θείας γραφ. παρενείρει ἢ ἑρμηνεύει, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 13.