ἀπρονόμευτος
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
English (LSJ)
οὐ πρυτανευθείς· ἀπρονομή (sic) γὰρ ἡ ἐπὶ τῆς χώρας ἁρπαγή, Hsch.
German (Pape)
[Seite 338] nicht durch feindliche Streifereien geplündert, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρονόμευτος: -ον, ὁ μὴ παθὼν φθορὰν ἢ βλάβην τινὰ ἐξ ἐπιδρομῆς πολεμίων, Εὐστ. Πονημάτ. 283. 72.