μέστακα
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
τὴν μεμασημένην τροφήν, Hsch.; cf. μάσταξ.
Greek (Liddell-Scott)
μέστακα: (Αἰολικ.) «τὴν μεμασημένην τροφὴν» Ἡσύχ.