βραδυσμός
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ὁ,
A making slow, Sch.E.Or.426.
Greek (Liddell-Scott)
βραδυσμός: -οῦ, ό, ἐπιβράδυνσις, Σχόλ. Ὀρ. 426, Θεόδ. Πρόδρ. Ροδ. Α. 133. 1.