Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
φεγγοτόκος: -ον, ὁ παράγων φέγγος ἢ φῶς, οὐρανοὺς τοὺς φεγγοτόκους ἀνοίξας Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 286D.