χρυσεόπλοκος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ον,
A inwoven with gold, ταινίαι B.16.106.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεόπλοκος: -ον, χρυσῷ πεπλεγμένος, χρυσόπλεκτος, ταινία Βακχυλ. 16. 106, ἔκδ. Blass.