ἐμφύσησις
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
εως, ἡ,
A inflation, Plu.2.1077b; flatulence, Ath.1.32e (pl.).
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, das Einblasen, Aufblähen der Eingeweide mit Winden, Ath. I, 32 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφύσησις: -εως, ἡ, ἐμπνευμάτωσις, «φούσκωμα», Πλούτ. 2. 1077Β, Ἀθήν. 32Ε.