ὀρειβασία
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ἡ,
A wandering on mountains, in pl., Str.10.3.23, Ael.NA3.2, Max.Tyr.34.1.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειβᾰσία: ἡ, τὸ ὀρειβατεῖν, Στράβ. 474, Αἰλ. π. Ζ. 3. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.