γωνιόπους
From LSJ
ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
English (LSJ)
ὁ, ἡ, γωνιόπουν, τό, gen. ποδος,
A crook-footed, D.L.9.116.
German (Pape)
[Seite 512] winkel-, d. i. krummfüßig, D. L. 9, 116.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιόπους: ὁ, ἡ,-ποῦν, τ ό, ὁ ἔχων διεστραμμένους τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 9. 116.