ἐρυθροειδής
From LSJ
English (LSJ)
A f.l. for ἐλυτρο- (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1036] ές, von röthlichem Ansehen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθροειδής: -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.
Full diacritics: ἐρυθροειδής | Medium diacritics: ἐρυθροειδής | Low diacritics: ερυθροειδής | Capitals: ΕΡΥΘΡΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: erythroeidḗs | Transliteration B: erythroeidēs | Transliteration C: erythroeidis | Beta Code: e)ruqroeidh/s |
A f.l. for ἐλυτρο- (q. v.).
[Seite 1036] ές, von röthlichem Ansehen, Medic.
ἐρυθροειδής: -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.