ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
φυάς: -άδος, ἡ, (φύω) παραφυάς, κλάδος παρὰ τὴν ῥίζαν, «κωλορρίζι», τὰς παρενοχλούσας φυάδας τεχνικῶς τέμνουσιν Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 724C καὶ Β.