φιλαπεχθήμων
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A fond of making enemies, quarrelsome, Lys.24.24, Isoc.8.65, D.24.6: Sup., Jul.Mis. 342d. Adv. -νως, ἔχειν to be quarrelsome, Pl.R.500b; πρός τινα Ph. 2.381. -ής, ές, = foreg., Plb.12.25.6; λοιδορία Id.5.28.4. Adv. -θῶς, κατηγορεῖν Id.32.10.3.
German (Pape)
[Seite 1275] ονος, = Folgdm; Lys. 24, 24; Isocr. 15, 115; Dem. 24, 6 u. öfter; Sp., wie Plut. sec. Epic. 19.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν νὰ κάμνῃ ἐχθρούς, φίλερις, Λυσ. 170. 27, Ἰσοκρ. 172C, Δημ. 701. 24. Ἐπίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, φιλεῖν τὰς ἔριδας, Πλάτ. Πολ. 500Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαπεχθημόνως. φιλομίσως, φιλοῦντας μισεῖσθαι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 73.