ἀγορασμός
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
ὁ,
A purchasing, Phint. ap.Stob.4.23.61a, Vett. Val.180.11,al. II purchase, LXX Ge.42.19,al., OGI660.20 (Egypt, i A.D.) (pl.); freq. of auctions, ποιεῖσθαί τινος τὸν ἀ. BGU1128.9 (14 B.C.).
German (Pape)
[Seite 21] ὁ, das Kaufen, Phyntis Stob. tlor. 74, 61; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορασμός: ὁ, τὸ ἀγοράζειν = ὀψωνιασμός, κοινῶς, «’ψούνισμα», Φίντυς παρὰ Στοβ. 445. 19, Χρησ. Σιβυλλ. 2, 329. ΙΙ. τὸ ἀγορασθέν, Ἑβδ. (Γέν. μβ΄, 19, καὶ ἀλλ.), Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 20, ἐν τῷ πληθ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 714.