εἰσγράφω

From LSJ
Revision as of 09:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

German (Pape)

[Seite 741] einschreiben; τινὰ εἰς τοὺς φίλους καὶ συμμάχους, ihn unter die Freunde u. Bundesgenossen aufnehmen, D. Cass. 36, 36; εἰς στήλας 37, 9. – Med., sich Etwas ein-, aufschreiben; μαντεῖα Soph. Tr. 1157; sich einschreiben lassen, ἑαυτοὺς εἰς τὰς Ἀθηναίων σπονδάς Thuc. 1, 31, ließen sich in das Bündniß aufnehmen.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσγράφω: μέλλ. -ψω, ἐγγράφω, καταγράφω, τινὰ εἰς τοὺς φίλους Δίων Κ. 36. 36: Μέσ., ἐς τὰς σπονδὰς ἐσγράψασθαι, ἐγγραφῆναι εἰς τὰς σπονδάς, εἰς τὴν συμμαχίαν, Θουκ. 1. 31, ἔνθα ἴδε Πόππον: ὡσαύτως ἁπλῶς καταγράφω, μαντεῖα … εἰσεγραψάμην πρὸς τῆς πατρῴας... δρυὸς Σοφ. Τρ. 1167 (ὁ Ἐλμσλ. ἐξεγραψάμην, κατὰ τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 982).