προϊλάσκομαι
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
English (LSJ)
Med.,
A appease beforehand, Paus.5.13.7.
Greek (Liddell-Scott)
προϊλάσκομαι: μέσ., ἱλάσκομαι, καταπραΰνω ἐκ τῶν προτέρων, Παυσ. 5. 13, 4.