ἑτεροσχημάτιστος

From LSJ
Revision as of 09:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροσχημάτιστος Medium diacritics: ἑτεροσχημάτιστος Low diacritics: ετεροσχημάτιστος Capitals: ΕΤΕΡΟΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: heteroschēmátistos Transliteration B: heteroschēmatistos Transliteration C: eteroschimatistos Beta Code: e(terosxhma/tistos

English (LSJ)

ον,

   A differently formed: τὸ ἑ. change of grammatical form, as a figure of speech, Phoeb.Fig.1.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσχημάτιστος: -ον, διαφόρως ἐσχηματισμένος: τὸ ἑτεροσχημάτιστον, «ἑτεροσχημάτιστον δὲ ἐστιν ἐναλλαγὴ ῥήματος εἰς μετοχήν, ἤ καθ’ ἑαυτὸ ἤ μετὰ συνδέσμου, ἤ καὶ ῥήματος ἀπὸ ἐγκλίσεως εἰς ἔγκλισιν, ὡς ἴνα ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, ‘ἐπειδὴ ἔτρεχεν ὁ δεῖνα, τόδε ἐγένετο’, εἴπω ‘τρέχοντος τοῦ δεῖνα τόδε ἐγένετο’» Φοιβάμμωνος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 503.