βοηδρόμος

From LSJ
Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

German (Pape)

[Seite 451] = βοηδρόμιος, Eur. Phoen. 1441 Or. 1290; Damaget. 6 (VII, 231).

Greek (Liddell-Scott)

βοηδρόμος: -ον, (πρβλ. βοηθόος) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, ἐπίκουρος, Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.