ἀκρόπλοος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ον, contr. ἀκρό-πλους, ουν,
A swimming at the top, skimming the surface, φλέβια Hp.Morb.1.14, cf. Plu.2.591e; buoyant, ὑστέρη Aret.SA2.11; restored for ἀκρόπαθος in Hp.Prorrh.2.11:—superficial, Id.Ep.18 (Democr.).
German (Pape)
[Seite 84] obenauf schwimmend, oberflächlich, Hippocr. νόος ἀκρ. καὶ ἀβέβαιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, πλέων ἢ νηχόμενος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος, ὁ διατρέχων τὴν ἐπιφάνειαν, Ἱππ. 451. 38 (ἴδε Γαλην. Γλωσσ. σ. 420), Ἀρεταῖος, Πλούτ.: ― διορθοῦται ἀντὶ τοῦ ἀκρόπαθος ἐν Ἱππ. 95, 263: ― ἐπιπόλαιος, ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 1286.