διατιτραίνω
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
English (LSJ)
διατιτράω, διατίτρημι,
A v. διατετραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
διατιτραίνω: διατιτράω, ἴδε ἐν λ. διατετραίνω.