κύαρ
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
τό,
A a hole, as the eye of a needle, etc., Hp.Morb.2.33, cf. Acut. (Sp.) 61; orifice of the ear, Poll.2.86.
German (Pape)
[Seite 1522] ατος, τό, Höhle, Loch, Nadelöhr, Hippocr.; innere Oeffnung des Ohres, Poll. 2, 86.
Greek (Liddell-Scott)
κύᾰρ: -ᾰρος, ὁ, (κύω) ὀπή, ὡς ἡ τῆς βελόνης κτλ., Ἱππ. 471. 52· κ. βελόνης ὁ αὐτ. ἐν 406. 42· τὸ ἐντὸς τοῦ τρυπήματος τοῦ ὠτὸς μέρος, Πολυδ. Β΄, 86.