τειχιστής
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A builder, mason, LXX 4 Ki.12.12(13); τῆς Τροίας Lib.Thes.2.2.
German (Pape)
[Seite 1081] ὁ, der Mauern bau't, Befestigungswerke aufführt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
τειχιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κτίζων τείχη, τειχοδόμος, τειχοποιός, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).