τετμηώς
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
Ep. pf. part. of τέμνω (with pass. sense), A.R.4.156; late Ep. aor. Pass. ἐτέτμετο
A was cut, ἅλμη . . ὑπὸ τρόπιν ἐθα καὶ ἔνθα Orph.A.364.
Greek (Liddell-Scott)
τετμηώς: Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. τοῦ τέμνω (μετά παθ. σημασίας), νέον τετμηότι θαλλῷ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 156.