λογοδιδάσκαλος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ὁ,
A teacher of eloquence, Poll.2.125.
Greek (Liddell-Scott)
λογοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος λόγων, εὐγλωττίας, Πολυδ. Β΄, 125.