φιλήδονος
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ον, (ἡδονή)
A fond of pleasure, Plb.39.1.10, 2 Ep.Ti.3.4, Epict.Gnom.46, Plu.Galb.1, al., Luc.Herm.16, Max.Tyr.4.2, etc.: τὸ φ., = φιληδονία, Plu.2.1094a. 2 wont to bring delight, Βάκχοιο νᾶμα AP10.118.
German (Pape)
[Seite 1277] das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήδονος: -ον, (ἡδονὴ) ὁ φιλῶν τὰς ἡδονάς, Πολύβ. 40. 6, 11, Πλούτ. Λουκ., κλπ.· ― τὸ φιλ. = τῷ φιληδονία, Πλούτ. 2. 1094Α. ― Ἐπίρρ. -όνως, Κλήμ. Ἀλεξ. 525. 2) ὁ προξενῶν ἡδονήν, εὐφραίνων, ἐπὶ τοῦ οἴνου, Ἀνθ. Π. 10. 118.