γαύσαπος
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A gausapa, Str.5.1.12: γαυσάπης, Varr. ap. Prisc.Inst.7.56.
Greek (Liddell-Scott)
γαύσαπος: ἢ -άπης, ου, ὁ, τὸ Λατ. gaus ăpa, Στράβ. 218.