διάληψις
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
later διάλημψις, in Doricized form διάλᾱμψις (q.v.), εως, ἡ, (διαλαμβάνω)
A grasping with both hands: ἐκ διαλήψεως, opp. ἐκ καταφορᾶς, as thrusting to cutting, Plb.2.33.6. 2 ἡ δ. τῆς χώρας power of holding, capacity, D.S.3.37. 3 containing, storage, PPetr. 3p.141 (iii B. C.). II separating or distinguishing in thought, Epicur.Ep.1p.13U., Phld.D.3.8; κατὰ διάληψιν separately, Id.Ir. p.76 W., Rh.1.91 S. III judgement, opinion, Epicur.Nat.28.7; ἡ περὶ θεῶν δ. Plb.6.56.6; αἱ ὑπὲρ τῶν ἐν Ἅιδου δ. ib.12, cf. LXX 2 Ma. 3.32; ἐγέννησε τὴν περὶ αὑτοῦ δ. ὡς . . D.S.18.54: esp. in good sense, τῆς προαιρέσεως ἐπ' ἀγαθῷ τὴν δ. ἐχούσης Inscr.Prien.117.60 (i B.C.); ἀρετὴ καὶ δ. BCH37.125 (Abdera, ii B. C.). 2 sentence, punishment, ἐνέχεσθαι ἱεροσυλίᾳ καὶ πίπτειν ὑπὸ πικροτέραν δ. Annales du Service 19.40, cf. 42 (Egypt, i B.C.). IV division, Porph.Sent.36 (pl.); distinction of parts, Arist.IA705a25: pl., points of division or ramification, Id.PA647b2; of the divisions of the vertebrae, ib. 652a17. 2 interval, = διάλειμμα, v.l. in Aret.SD1.12. V digression in a narrative, Iamb.Bab.17.
Greek (Liddell-Scott)
διάληψις: -εως, ἡ, (διαλαμβάνω) τὸ λαμβάνειν δι᾿ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν· ἐκ διαλήψεως, ἀντίθ. ἐκ καταφορᾶς, ὡς τὸ punctim ἀντιτίθεται πρὸς τὸ caesim, τὸ «κεντητὰ» πρὸς τὸ «κοφτά», Γαλλ. frapper d’ estoc πρὸς τὸ frapper de taille, Πολύβ. 2. 33, 6. ἔνθα ἴδε τὸν Schweigh. 2) περιεκτικότης, χωρητικότης, Διόδ. 3. 37. ΙΙ. χωρισμὸς ἢ διάκρισις, οὒκ ἔχει δ., δὲν κάμνει διάκρισιν, Ἀριστ. π. Ζῴων πορείας 3, ἐν τέλ.· κρίσις, γνώμη, Πολύβ. 6. 56, 6. κτλ. ΙΙΙ. διαίρεσις· κατὰ πλήθ., τὰ μέρη ἢ σημεῖα τῆς διαιρέσεως ἢ διακλαδώσεως, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1, 21., 2. 6, 7.