ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
ἀρρητολογία: ἡ βέβηλος, ἀνίερος ὁμιλία, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Πρ. 3. 13, σ. 122Α.