κεραμεία

From LSJ
Revision as of 09:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεία Medium diacritics: κεραμεία Low diacritics: κεραμεία Capitals: ΚΕΡΑΜΕΙΑ
Transliteration A: kerameía Transliteration B: kerameia Transliteration C: kerameia Beta Code: keramei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the potter's craft, Pl.Prt.324e: prov., ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, Id.Grg.514e, cf.La.187b, Dicaearch. Hist.51; τῆς αὐτῆς κ., of the same make, Eratosth. ap. Ath.11.482b.

German (Pape)

[Seite 1419] ἡ, Töpferei, Töpferkunst; Plat. Prot. 324 e; ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν, sprichwörtlich: die Sache beim verkehrten Ende anfangen, Gorg. 514 e, vgl. Schol.; ἦσαν δὲ καὶ οὗτοι οἱ κότυλοι τῆς αὐτῆς κεραμείας Ath. XI, 482 b.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεία: ἡ, κεραμουργία, ἡ τέχνη ἢ τὸ ἔργον τοῦ κεραμέως, Πλατ. Πρωτ. 324C· παροιμ., ἐν πίθῳ τὴν κερ. μανθάνειν, ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τὰ δυσκολώτατα πρὶν ἢ μάθωσι τὰ ἁπλούστατα τῆς τέχνης στοιχεῖα, Πλάτ. Γοργ. 514Ε, πρβλ. Λάχ. 187Β, ἴδε Παροιμιογρ. σ. 46, 294· τῆς αὐτῆς κ., τῆς αὐτῆς κατασκευῆς, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 483Β.