καταλειόω
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
German (Pape)
[Seite 1359] glätten, so stand Poll. 1, 280, wo Bekker aus Xen. de re equ. 10, 7 κατειλοῦντα herstellt.
Greek (Liddell-Scott)
καταλειόω: κάμνω τι ἐντελῶς λεῖον, οὕτω διωρθώθη τὸ κατειλοῦντα, Πολυδ. Α΄, 207.