θανατοποιός
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
όν,
A causing death, Sch.S.Tr.858.
German (Pape)
[Seite 1186] Tod bewirkend, Schol. Soph. Tr. 869.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτοποιός: -όν, προξενῶν θάνατον, Σχόλ. Σοφ. Τρ. 869.